- τυπογραφικός
- [типографикос] επ. типографический,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
τυπογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τυπογραφία ή στον τυπογράφο (α. «τυπογραφική εργασία» β. «τυπογραφικό λάθος») 2. αυτός που χρησιμεύει στην εκτύπωση («τυπογραφικά στοιχεία» μεταλλικοί και ξύλινοι χαρακτήρες με τους οποίους συντίθεται … Dictionary of Greek
τυπογραφικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην τυπογραφία ή στον τυπογράφο: Τυπογραφικά λάθη. 2. που χρησιμεύει για την εκτύπωση: Τυπογραφικά στοιχεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek
στοιχείο — το 1. συστατικό μέρος, καθένα από τα απλά μέρη από τα οποία αποτελείται ένα πράγμα: Έλαβε υπόψη του όλα τα στοιχεία αυτής της υπόθεσης. – Βρήκε τα καλολογικά στοιχεία αυτού του ποιήματος. 2. απλό σώμα: Το οξυγόνο ανήκει στα αμέταλλα στοιχεία. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυπωτικός — ή, ό 1. που αναφέρεται στην τύπωση, εκτυπωτικός, τυπογραφικός: Τυπωτικές εργασίες. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., τυπωτικά η δαπάνη της εκτύπωσης, τα τυπογραφικά έξοδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)